ὑσπέλεθος

ὑσπέλεθος
ὑσπέλεθος, ,
A swine's dung, Poll.5.91, D.C.46.5; ὕσπελθος· υἱὸς (leg. ὑὸς) ἔκπατος, Theognost.Can.24. (From ὑ-σπέλεθος.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υσπέλεθος — και ὕσπελθος, ὁ, Α κοπριά χοίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + σπέλεθος «κόπρος»] …   Dictionary of Greek

  • ὑσπελέθους — ὑσπέλεθος swine s dung masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑσπέλεθον — ὑσπέλεθος swine s dung masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέλεθρος — ὁ, Μ κοπριά γουρουνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί ὑσπέλεθος*] …   Dictionary of Greek

  • υσπολώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «συβωτῶ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + πολῶ (< πολος < πέλω* / πέλομαι), πρβλ. οἰο πολῶ. Η μορφή ὑσ τού α συνθετικού (αντί ὑ ή ὑο , πρβλ. ὑ φορβός / ὑο φορβός) είτε οφείλεται σε αναλογία προς την λ. ὑσπέλεθος* (< ὑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”